|
(άλας) τό хим. карбонат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово карбонат? — ανθρακικό как с (ново)греческого переводится слово ανθρακικό? — карбонат — εκπροσώπηση — ανάπλωρος — κακοζώητος — ακονώ — τσαρίνα — άρα — σιαλισμός — ανέργαστος — διμοιρία — αποτρώγω — συντήρηση — επίκαμψις — μενδρεσές — άμμιον — κελλάρισσα — αποσημαίνω — φάκα — χρεοπίστωση — έλεγξη — Πανελλαδικός — διακωλύω |
|||