|
мед. латентный; ~ουσα νόσος — скрытая болезнь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово латентный? — λανθάνων как с (ново)греческого переводится слово λανθάνων? — латентный — μεταξοσκούληκας — ευλογνοκομμένος — έμφυτος — φωνόγραφος — ελλειπής — ακανθόφυλλος — λιθοβολώ — ορειχαλκουργός — ελαττώνομαι — δροσός — ηλιόφως — αγεληδόν — καθορίζω — οπληφόρα — ασημένιος — οπλισμός — αρχαιολογικός — τριμερώς — ανάφρυδος — παροχικός — αναμενόμενος |
|||