|
η свисток (приспособление); гудок ~ τών αστυνομικών — полицейский свисток; ~ τών ατμόπλοιων — пароходный гудок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово свисток? — συρίκτρα как на (ново)греческом будет слово гудок? — συρίκτρα как с (ново)греческого переводится слово συρίκτρα? — свисток, гудок — μεγαλορρημοσύνη — αστέγαστος — πελάγιος — ελαφροπιάνω — ταυτότητα — βλακώδης — χάνι — υπενοικιάζω — αμετρολόγος — δρομερός — χαρούμενος — τσαμπούνημα — καπιστρώνω — περιπόδιο — διηκριβωμένος — υπεριτόπληκτος — καλολαδωμένος — βρομερός — προικιό — κανονιοφόρος — σκανταγιάρω |
|||