|
текущий; проточный; ~ο νερό — проточная вода; ~ λογαριασμός — текущий счёт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово текущий? — τρεχάμενος как на (ново)греческом будет слово проточный? — τρεχάμενος как с (ново)греческого переводится слово τρεχάμενος? — текущий, проточный — τσελεπής — καλλωπιστικός — ντοματόσουπα — υάλινος — έκθυμα — ξεβλάσταρο — γλωσσάρικο — στήριγξ — Λωτοφάγοι — βεγγέρα — χορτοκόπος — μύωσις — υδαταγωγός — μαυρομάτης — αναγκαιότητα — ανακλητήριος — αρωματικότητα — συρρίκνωση — οδοντικός — ταμίευμα — λυσσομανώ |
|||