|
односторонний; однобокий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово односторонний? — μονόπλευρος как на (ново)греческом будет слово однобокий? — μονόπλευρος как с (ново)греческого переводится слово μονόπλευρος? — односторонний, однобокий — φιλοδωρώ — διάμετρος — έπαθλο — κακός — εισέχω — αλευρώνω — μαλακίζομαι — ελαστρον — μετεωρόλιθος — κατβαρχίδης — φακοειδής — διώκω — φωτοστέφανος — μικρογράμματος — γλάκημα — αφασία — αποπεραίωση — φθείρω — αδιαπότιστος — ψαγμένος — ξαπλωσιά |
|||