Новогреческий словарь
ασκητής
ασκητ|ής
аскет; отшельник
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
аскет
? —
ασκητής
как на
(ново)греческом
будет слово
отшельник
? —
ασκητής
как с
(ново)греческого
переводится слово
ασκητής
? — аскет, отшельник
#
(ново)греческий словарь
—
βλογιάζω
—
έκδοτος
—
διατετιμημένος
—
αγριομούρης
—
δισεξάδελφος
—
νεοαποικιοκρατία
—
φιλοπρόοδος
—
κάρπισμα
—
αναστένω
—
χοντροπόδαρος
—
καταληπτός
—
απέμφραξις
—
συγκατοικώ
—
ενθηκεύω
—
βογγίζω
—
αγρύπνια
—
μεγαλειώδης
—
σουρλουλού
—
μητρυιά
—
μοίρασμα
—
οπτιμισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,