Новогреческий словарь
υποσιτίζω
υποσιτίζω
недокармливать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
недокармливать
? —
υποσιτίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
υποσιτίζω
? — недокармливать
#
(ново)греческий словарь
—
ευνομούμενος
—
αποσκύβαλο
—
δαφναίος
—
αλλαξοπιστώ
—
ισόθερμος
—
μιλιταριστικός
—
ασύγκριτος
—
κοντήτερα
—
φλάπα
—
γαλαρία
—
γλύκασμα
—
χαρτοπολτός
—
τυποτηλεγραφικός
—
λασπώνω
—
αγκλίτσα
—
εγγυητής
—
εμμέθοδος
—
νυφικό
—
συβαριτικός
—
δολισμός
—
αλληλοφονία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве