|
το лён #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лён? — λίνον как с (ново)греческого переводится слово λίνον? — лён — βραχυκύκλωσις — ποταμοπλοΐα — αρκτοζέφυρος — υποδέχομαι — κλύφι — ξανθοπώγων — μονιάς — ζευγάρωμα — προαιρετικός — πεζοπόρος — συριά — λεπτουργός — ανοσοποιητικός — γαμίκος — φαροφύλαξ — αγνά — λύμφη — δεκαπέντε — αιμοσφαίριο — αναποκατάστατος — πρωτοστάτης |
|||