|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ατιμωτικά? — — ακιγκλίδωτος — ξαντήριο — μπατιράκι — βραδιάζοντας — εμπροστά — καμπυλώνω — προσφυγοκάπηλος — ανθρωποειδής — συσπουδαστής — καταρράκωσις — σαρωμένος — ανταριασμένος — ορμίζω — ανάφαγος — αμέλεια — βουβαλίσιος — Ινδοκινέζος — οβελισμός — αναδομώ — νταβραντώ — ταυράκι |
|||