|
η лещ #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лещ? — τσιπούρα как с (ново)греческого переводится слово τσιπούρα? — лещ — πειρατής — ξεπαραδιάζω — άδυτο — αφερματίζω — μπορντελλόβιος — σωπαίνω — γεννησιά — σωκάρδι — ξύνω — χαρτογραφία — σύνταχα — πηγαινοφέρνω — τσιχλογέρακο — σείση — ασαράντιστος — καραμπινιέρος — αλευροποιία — αρνίκη — μποστάνι — ψυχρίτσα — ετήσιος |
|||