Новогреческий словарь
σκλαβιά
σκλαβιά
η 1)
рабство
(тж. перен.);
αποτίναξη τού ζυγού τής ~ας — освобождение от рабства
;
2)
плен
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рабство
? —
σκλαβιά
как на
(ново)греческом
будет слово
плен
? —
σκλαβιά
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκλαβιά
? — рабство, плен
#
(ново)греческий словарь
—
σελέμης
—
αργίλοπλαστική
—
μπαγάσικο
—
θερσίτης
—
στερεοϊσομέρεια
—
βογγώ
—
αποκωδικοποίηση
—
κρουνιά
—
πάσχω
—
λιμενίζω
—
αναγόμωση
—
ψοφόκρυο
—
διαπερνώ
—
ξυστός
—
επιθωράκιος
—
απόμακτρον
—
γελιέμαι
—
άρτι
—
ασφένδαμνος
—
αυτόφωρο
—
κλυστήρας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,