|
η 1) рабство (тж. перен.); αποτίναξη τού ζυγού τής ~ας — освобождение от рабства; 2) плен #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рабство? — σκλαβιά как на (ново)греческом будет слово плен? — σκλαβιά как с (ново)греческого переводится слово σκλαβιά? — рабство, плен — ξωτικό — παρελθών — δεματάρα — πιπερίνη — χάντρα — τσουβαλιά — γέμιση — αλιμενία — ευφορία — μουνούχισμα — νεοναζιστικός — τζαζμπαντίστος — φαινυλαμίνη — καβγατζού — συρμακέσης — κουντούρι — σωμασκία — χανάτο — βρασίλα — αντιψυχωτικός — συμμιγάς |
|||