Новогреческий словарь
οξυγονοκολλητής
οξυγονοκολλητ|ής
ο
сварщик, газосварщик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сварщик
? —
οξυγονοκολλητής
как на
(ново)греческом
будет слово
газосварщик
? —
οξυγονοκολλητής
как с
(ново)греческого
переводится слово
οξυγονοκολλητής
? — сварщик, газосварщик
#
(ново)греческий словарь
—
υδροστατικός
—
αποκοχλιώνω
—
βαλτός
—
χρηστοήθης
—
επιτηρητής
—
περιστρέφομαι
—
αμαξοπηγείο
—
μονοψήφιος
—
γουρούνας
—
κεντημένος
—
κατακεφαλιά
—
αμείωτος
—
λοσιόν
—
ανέργαστος
—
ξεμπέρδεμα
—
ολοκληρώ
—
λεμφαδενίτιδα
—
οργανωτής
—
μυρεψός
—
μποουλάς
—
άμεσος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,