|
ελαφροπάρθηκε ???его слегка парализовало #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово его слегка парализовало? — ελαφροπαίρνομαι как с (ново)греческого переводится слово ελαφροπαίρνομαι? — его слегка парализовало — έμμετρος — αλληλοεξοντώνομαι — αστεροειδώς — τρισένδοξος — αργομισθία — αντραλίζω — ορυκτό — ανεπίκριτος — μακινάρω — ανελπισιά — δευτερείο — τσιγκούναρος — έκφραση — παραλιακά — αναγνωσματάριο — έγχορδα — διαχαράσσω — μισανοίγω — καυχησιάρικος — αλτρουιστής — αλαφρονούσης |
|||