|
восемнадцатилетний #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово восемнадцатилетний? — δεκαοκτοετής как с (ново)греческого переводится слово δεκαοκτοετής? — восемнадцатилетний — μπόρα — σαλάγημα — λικβινταριστής — γριίστικος — ενότητα — διάξυλο — ελληνίστρια — ζουπίζω — προσβατότητα — λαδομπογιατίζομαι — πολωτικός — γνωμιάζω — συγκρατώ — εγκεφαλίτιδα — ενώπιος — θανατηφόρα — ζοφερότητα — ερμαφροδιτισμός — Σεπτέμβρης — αλιμάριστος — αιθεροβάμων |
|||