|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αποτρεπτικό? — — χηβάδα — ατρόμακτος — παραληρητικός — κροτικός — δυσκολία — πλατόνι — γενικότητα — χαλβατζήδικο — υδρωπιώ — επανατάκτης — υπομονετικός — εξομοιώνω — γλοιόδερμος — πνευμονογράφηση — καλωσυνάτος — περικοπή — στακτόχρους — λογγώνω — μονόλυκος — επίκαυσις — κατατριβή |
|||