Новогреческий словарь
εκβάθυνση
εκβάθυνση
η
углубление
;
~ τού λιμένα — углубление дна (гавани)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
углубление
? —
εκβάθυνση
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκβάθυνση
? — углубление
#
(ново)греческий словарь
—
κωλοπαίδι
—
μηχανοποιία
—
εκπνευση
—
στεφάνωση
—
βυζάστρα
—
κώλαρος
—
πανέρι
—
πέραμα
—
εργολάβος
—
ρουμπινένιος
—
ακαμασιά
—
αψηφος
—
καρτέρημα
—
δικράνι
—
επιπληκτέος
—
σέμπρος
—
δουλοκτησία
—
τυπωθήτω
—
ρωσομάθεια
—
τσαουλιά
—
κόπτομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве