Новогреческий словарь
διαπνέομαι
διαπνέομαι
быть охваченным
(каким-л чувством);
~εται υπό ευγενών αισθημάτων — [phrase]он полон благородных чувств[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
быть охваченным
? —
διαπνέομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαπνέομαι
? — быть охваченным
#
(ново)греческий словарь
—
μαγκλαράς
—
αιμορροΐδα
—
ανόρεκτος
—
εισαγγελία
—
αναστηλώνω
—
διείσδυση
—
ελατοσίδηρος
—
αφιλοδοξία
—
φουντίτσα
—
ναυτολογικός
—
απηρχαιωμένος
—
ψαλίδισμός
—
οποθενδήποτε
—
ανέγγυος
—
προπαραμονή
—
κλητός
—
σεληνοφώτιστος
—
τουφεκίδι
—
λουρώνω
—
γήρανση
—
διάκορος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве