|
быть охваченным (каким-л чувством); ~εται υπό ευγενών αισθημάτων — [phrase]он полон благородных чувств[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово быть охваченным? — διαπνέομαι как с (ново)греческого переводится слово διαπνέομαι? — быть охваченным — αδιήγητος — αρνησιθεία — χτενίζω — καλντεριμιτζού — άπατα — ακαματεύω — εφιστώ — υπερπαστερίωση — πολυσύχναστος — μιγνύω — μπαφιάζω — γεντιανή — δισκόφρενο — διάκλυσμα — κάλαντα — αλαλιά — υπομόχλιο — δελτιώνω — νυχθημερόν — γαργαλητό — ωϊμένα |
|||