|
η буксирование, буксировка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово буксирование? — ρυμούλκηση как на (ново)греческом будет слово буксировка? — ρυμούλκηση как с (ново)греческого переводится слово ρυμούλκηση? — буксирование, буксировка — υπτιάζω — κασσιτερίτης — Ισλανδή — ασυμμάζευτος — ανεπίτρεπτος — κεχριμπαρένιος — εξαιρέτως — πολυτονικό — γαϊδουροφόρτι — γλυτωτής — πνευματολατρεία — ακατασίγητος — γραμματοσυλλέκτης — γλοιφός — φατνοουρανικός — πλήγιασμα — ανακατατάσσομαι — ταρταρινισμός — ελογενής — κακόγρια — βατίδα |
|||