|
бомбардировщик #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βομβαρδιστικό? — — πρεσβυγένεια — μολυβδύαλος — αναγνώστης — νυχτόβιος — φθισιώ — αφυλάκιστος — κόχη — περιτονίτη — ψευδοκλασσικισμός — δίλογος — αερόπλοιο — υποπολλαπλάσια — ξεμοναχιασμένος — κλειδοκύμβαλο — καρδιαναστροφή — ολιγοπώλιο — πιπίζω — καρναβαλικός — γιακέτα — γιγανταιώρημα — κυκλώνας |
|||