|
сытый; είμαι ~ — [phrase]я сыт[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сытый? — χορτασμένος как с (ново)греческого переводится слово χορτασμένος? — сытый — αγγειοχειρουργική — λιμενάρχης — εξωσκελετός — κάρρο — ψάρ — δέ — πιθανότητα — αγαρμπα — Πειθώ — μαγεύτρια — καταφλέγω — οδοντιατρική — νεροβράζω — σιδηρομαγγάνιο — πάσσα — ιχθυολογικός — σουβαδίζω — χοντράνθρωπος — εγκολάπτω — μπλάβος — όταν |
|||