Новогреческий словарь
προικισμένος
προικισμέν|ος
одарённый, даровитый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
одарённый
? —
προικισμένος
как на
(ново)греческом
будет слово
даровитый
? —
προικισμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
προικισμένος
? — одарённый, даровитый
#
(ново)греческий словарь
—
εκείνος
—
ασυνταύτιστος
—
λιόπρινο
—
απαιδιά
—
ζύθος
—
αγοροκόριτσο
—
άρνηση
—
τέλειωμός
—
καθηγητής
—
φάρος
—
φακελοποείο
—
κίνα
—
ξινοτύρι
—
απότωτος
—
γυμνοπαιδία
—
τυλιγαδιάζω
—
καταναλώνω
—
σελουλόϊντ
—
παστρικοχέρης
—
μακρήγορος
—
ζουζούνα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω