εκρέμασα

формы словаβ
εκρέμασα
αόρ. от κρεμώ



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово εκρέμασα? —


ανθρωπάκοςβλαισοποδίαμαθηματικάπερίτρομοςθρομβίνηκυτταρικόςεργολαβίααγίασμαέρανοςμαννάραηλεκτροεγκεφαλογράφημαδιήμερομοοσοολμάνοςβλωμόςραντιέρικοςαλλάκτηςδιαπλάττωμηλοβολώαμοιβαδικόςαναπαύομαιφαρμακείο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit