|
αόρ. от κρεμώ #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εκρέμασα? — — ανθρωπάκος — βλαισοποδία — μαθηματικά — περίτρομος — θρομβίνη — κυτταρικός — εργολαβία — αγίασμα — έρανος — μαννάρα — ηλεκτροεγκεφαλογράφημα — διήμερο — μοοσοολμάνος — βλωμός — ραντιέρικος — αλλάκτης — διαπλάττω — μηλοβολώ — αμοιβαδικός — αναπαύομαι — φαρμακείο |
|||