|
грипповать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово грипповать? — γριππιώ как с (ново)греческого переводится слово γριππιώ? — грипповать — λάρναξ — ασυγκέραστος — τεντυμπόϋς — διαμαρτυρόμενος — στρυμώχνω — ωοθηκεκτομία — δομικός — κιοφτές — εσχαροκιβώτιο — μερικεύω — γυναιτίκι — απληροφόρητος — χελωνόστρακο — τραχύτητα — προσδιορίζομαι — δαχτυλικός — εγκολλώ — διέδυσα — άρκλα — νηπιώδης — γλαντάμπουρο |
|||