Новогреческий словарь
επισυναλλαγμοτική
επισυναλλαγμοτική
η
повторный вексель
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
повторный вексель
? —
επισυναλλαγμοτική
как с
(ново)греческого
переводится слово
επισυναλλαγμοτική
? — повторный вексель
#
(ново)греческий словарь
—
αναλήθεια
—
ευχολόγιον
—
εμπυάζω
—
επιβραβευτικός
—
επαναρρόφηση
—
ξανακοιμάμαι
—
τοσούτσικος
—
γλαντάμπουρο
—
καραγκιοζιλίκι
—
αμαξοσπάστης
—
ζωμός
—
ακαλμάριστος
—
αφιλόπονος
—
ναυαγώ
—
εύποτος
—
αλλοτριοφαγικός
—
αποσπείρω
—
Χιλή
—
κλατάρω
—
υδροδότηση
—
ασυνάντητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве