|
η повторный вексель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово повторный вексель? — επισυναλλαγμοτική как с (ново)греческого переводится слово επισυναλλαγμοτική? — повторный вексель — αναπόδεκτος — όρκος — μελετητικός — τορνευτικός — σοκολατούχος — νεκροφόρα — ψηλάφισμα — χερακώνω — σκληροσύνη — σεβνταλής — εξανεμώ — καπνοπώλισσα — κάλαντα — κεδρία — θερμιδόμετρο — αμνίον — αναλάμπω — ποσάκις — μπορς — τσεγγέλι — παλιομοδίτικος |
|||