|
снова регулировать, налаживать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снова регулировать? — αναρροθμίζω как на (ново)греческом будет слово налаживать? — αναρροθμίζω как с (ново)греческого переводится слово αναρροθμίζω? — снова регулировать, налаживать — εύσχημα — εκατοστάρικο — ξελέκιασμα — βαφτικά — παραφύσι — αδύνατος — επαρχιώτικος — εγγράμματος — φαλακροκόραξ — αποκαρδιωμένος — ακαταβύθιστος — ανακοινώνω — ζω — ονειδισμός — λάξευμα — επικάμπτω — εκκλησιά — εμβρίθεια — ερημοδικία — ξαναφκιάνω — λαπαροσκόπηση |
|||