|
το сусломер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сусломер? — γλευκόμετρο как с (ново)греческого переводится слово γλευκόμετρο? — сусломер — νομογράφημα — εφτακοσαριά — καταφάνερος — πέτρα — γλυφονέρι — ηλιοτροπισμός — ελασματουργείο — γύψωση — χαλάστρα — μπατίκια — ελληνίστρια — σταφιδόπανο — χαλκοσίνης — άδικα — ναυλώτρια — ψυχοφυσικά — μακρηγορία — στυλιζάρισμα — ασπροκαλάμποκο — ημίτονο — γεροντολόγος |
|||