|
перен. докатиться, дойти до... ; νά δούμε πού θά σει ο φίλος σου — [phrase]посмотрим, до чего докатится твой друг[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово докатиться? — γιαραντίζω как на (ново)греческом будет слово дойти? — γιαραντίζω как с (ново)греческого переводится слово γιαραντίζω? — докатиться, дойти — αρκουδόβατος — υδροδείχτης — ανθοστέφανος — ωσανεί — ασπροφορεμένος — μειονότητα — ανόστεος — αλευροποιώ — συγκοινωνώ — αεροθερμικός — σιδεροδέσμιος — προπονητικός — μονοτσάμπουνο — αδηφαγία — φιλοαριστερός — δίπτυχος — ξεκάρφωτος — φιλοτομαρισμός — βουλιάζω — υποχρεωμένος — προγυμναστήριο |
|||