|
η карт. часть выигрыша (идущая в пользу хозяина игорного дома) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово часть выигрыша? — γκανιότα как с (ново)греческого переводится слово γκανιότα? — часть выигрыша — κρωγμός — καμουφλάζ — όρθρος — εξολοθρεύω — ταβάνωμα — κηπευτής — μαγευτικός — πλαγιοδρομία — παρακμή — γιαράς — ευσέβεια — αρχηγώ — εκγλυπτικός — θολόσταχτο — αποσπασματάρχης — λιβελουλα — απόκρουση — ελαθον — αμπελοκτήμων — δεντροφύτευση — έρρε |
|||