|
бис #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бис? — μπίς как с (ново)греческого переводится слово μπίς? — бис — γέψη — κατοικοδημότης — αλατόπαστος — στιγμιαίος — γραφομαντεία — παραβολή — οχυρός — εγκατάλειψη — μπιρμπιλωτός — υδραεροπλάνο — όψιος — μυοθήρας — ομοιομερής — κτήτορας — κεντητική — οικοτεχνία — ατίμητος — υπερφίαλος — υπερισχύω — μικροπαντρεύω — εικός |
|||