|
адресоваться, обращаться (к кому-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово адресоваться? — αποτείνομαι как на (ново)греческом будет слово обращаться? — αποτείνομαι как с (ново)греческого переводится слово αποτείνομαι? — адресоваться, обращаться — εμμονοκρατία — εκφυλισμένος — εδραιώνω — μητροσκόπιο — προειδοποιούμαι — ακαταλαβίστικος — σκοτείνιασμα — λουκούλλειος — υπερρεαλιστής — φιλοτιμία — παρτιτούρα — ασκάλωτος — επτάφωτος — αδιοχέτεοτος — κοινάτο — βούθουλας — τσιγκούναρος — εφεσιβάλλω — αυλαία — ποτενσιόμετρο — προσβατός |
|||