|
η скат, склон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скат? — κατωφέρεια как на (ново)греческом будет слово склон? — κατωφέρεια как с (ново)греческого переводится слово κατωφέρεια? — скат, склон — τρίπλευρος — υαλόχαρτον — σαύρα — μοναστηρήσιος — καταλαλώ — ναφθαλίνη — συμμαζεύομαι — προσωποποιία — ερημωτής — απενοχοποιούμαι — κενώνω — δρωπικιάρης — διαμπάξ — παράνομα — ηλεκτροληψία — επιλοχίας — αστράχα — λεβεντομάνα — κωλοκάτσι — καβουρόσουπα — κάλπικα |
|||