|
запасной, резервный; ~ό κεφάλαιο — резервный фонд #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово запасной? — αποθεματικός как на (ново)греческом будет слово резервный? — αποθεματικός как с (ново)греческого переводится слово αποθεματικός? — запасной, резервный — αντικατηγορώ — κόχιασμα — μηχανουργία — σκωληκοτρόφος — πολυνευρίτιδα — αναστολέας — αναγνωριστικός — νώτο — απάνθισμα — βιβλιοκριτική — γαιανθρακοφορτίον — χιονοπέδιλο — βυσσινέα — θεοδολίτιο — πιπίλισμα — αλληλέγγυος — έκθεμα — ανεπαίνετος — αχρεώστητα — λεβίθρα — κοιλαίνω |
|||