Новогреческий словарь
αποθεματικός
αποθεματικός
запасной, резервный
;
~ό κεφάλαιο — резервный фонд
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
запасной
? —
αποθεματικός
как на
(ново)греческом
будет слово
резервный
? —
αποθεματικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποθεματικός
? — запасной, резервный
#
(ново)греческий словарь
—
στρίποδο
—
γκιούλι
—
αεροναυπηγική
—
χοληστερίνη
—
θρονιάζομαι
—
ακτοπλοϊκός
—
σφοντύλι
—
ακραιφνής
—
ηδύνω
—
χαρτένιος
—
δράκος
—
μπολιάζω
—
αφτώχευτος
—
πόλεμος
—
συντέλεση
—
χρυσόψαρο
—
φράζω
—
ψεγάδιασμα
—
ελλειψόγραφος
—
μακαρονοποιός
—
τσίπρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве