|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μανδήλιον? — — θωρακισμένος — καταδικαστέος — μετουσίωσις — μπαλωματής — ξανασήκωμα — βοϊδομμάτισσα — απλόχερης — λημώδης — καρδιεκτασία — ψυχρομετρία — τρίτο — κτιστικά — σφυγμομανόμετρο — αρπακτικός — αυτοκινητοβιομηχανία — εμπνεύστρια — μιμούμαι — απλούστευση — σεληνοτοπογραφικός — επιπεδοσφαίριο — ριζώνω |
|||