|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αυτοδικαζόμενος? — — πεντακοσάρι — μαθητεύομαι — πλαγιοδέτηση — αιμολυσία — δοτικός — ιζηματογόνος — ασπρογαλάζιος — χειραμάξιον — ξιφιός — πίστομα — γυμνότητα — σταχτύς — ξεβασκαίνω — τίποτε — ξηλώνω — σούστα — τρουλίσκος — αυτοκρισία — λυσσιάρα — λεθρίνι — υδρόχρωμα |
|||