|
ο помеха, препятствие, затруднение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово помеха? — εμποδισμός как на (ново)греческом будет слово препятствие? — εμποδισμός как на (ново)греческом будет слово затруднение? — εμποδισμός как с (ново)греческого переводится слово εμποδισμός? — помеха, препятствие, затруднение — χορεία — ζυγοστάθμησις — πονετικός — σκουληκομυρμηγκότρυπα — αγκαλιά — μυλαύλακας — βανίλλη — βουδδισμός — παίδευση — έρεισμα — ελικοβακτηρίδιο — αρχικελευστής — Εσθονός — μηκωνέλαιον — ανταποκρίτρια — μούλος — σύμπλοκος — κονσερβαρισμένος — ανασχηματίζω — φλοιοχρωστική — δαγκωμένος |
|||