|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συγχρονικός? — — αδαμαντοστόλιστος — μαγιό — δυσμηνόρροια — δραπετεύω — προσύλληψη — προονάκρουση — επιδίδομαι — μούσα — επιτροπεύων — ζαρτινιερα — πλάνταγμα — βυζάχτρα — ανθυγιεινά — κάκτος — αντιβαίνω — διόλου — πάσχα — αρτεύω — φαλιρημένος — πρωταριά — εικοστημόριο |
|||