|
хрящевидный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хрящевидный? — χονδρώδης как с (ново)греческого переводится слово χονδρώδης? — хрящевидный — τροποποιώ — υποψήφιος — σουσαμάτος — σλαυισμός — γλωσσοκοπάω — ξεφυσώ — παρασύνθετος — βενθογενής — αορίστως — αναγαλλιάζω — ένσπερμος — διαλογισμός — γλιγούδι — υστεροσκόπηση — υπερεντείνω — γιουβέτσι — έξοδος — εναντίωνομαι — χαϊδιάρικος — θαλασσογραφικός — θητεύω |
|||