|
, ~ώτας ο пот, испарина; γίνομαι μούσκεμα στόν ~ώτα — обливаться потом; στάζουν τά ρούχα μου από τόν ~ώτα — [phrase]обливаться потом, хоть рубашку выжимай[/phrase]; === μέ τόν ~ώτα (или εν τώ ~ώτι) τού προσώπου μου или μέ τόν ~ώτα μου — в поте лица; τό ψωμί τό βγάζω μέ τόν ~ώτα μου — [phrase]добывать хлеб в поте лица[/phrase]; ο ~ του έτρεχε ποτάμι — [phrase]пот катился с него градом[/phrase]; μού τρώς τόν ~ώτα μου — [phrase]ты выжимаешь из меня все соки; ты меня эксплуатируешь[/phrase]; τόν έκοψε κρύος ~ или τόν περιέλουσε κρύος ιδρώς — [phrase]у него выступил холодный пот[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пот? — ίδρωτας как на (ново)греческом будет слово испарина? — ίδρωτας как с (ново)греческого переводится слово ίδρωτας? — пот, испарина — ψηλοκρατιουμαι — γεζουίτης — μειλίχιος — καταμετρητός — μητροπολιτικός — Βενετός — μελισσώνα — ιδεόγραμμα — δίπτερος — εξόφθαλμα — συμβολαιογραφία — διάνα — εξαγριώνω — τηλεμετρία — πλατυτέρα — πασσαπόρτι — σεισμοπαθής — άβρεκτος — ανακτορικός — διγενής — εκδόσιμος |
|||