|
изотермический; ~οι καμπύλαι — геогр. изотермы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово изотермический? — ισόθερμος как с (ново)греческого переводится слово ισόθερμος? — изотермический — χαβανόχερο — φθογγόσημο — τσατάλι — προπλάττω — ρητινόπισσα — κάταγμα — ατσαλεύω — πενηντάχρονος — αξόφλητος — κακόθωρος — αργοφυσώ — γαλβανίζομαι — ζηλώ — διαρπάζω — λευκό — μάρα — δωδεκαπλος — τακτικός — δυσκρασία — μονοθυγατέρα — καταχώνιασμα |
|||