|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τελετουργικό? — — απορριπτικός — προεξόφλημα — αφρόψαρα — κολλήγας — όψιμος — δημοφιλία — προξενήτρα — ιεροκρίτης — επιδέω — Αιγυπτιώτης — γυναικοκρατία — ιδιόχειρος — κόστος — συζήτηση — μηλαδέρφι — δίμηνος — μεσίτης — γιδάς — ακρωτηριασμένος — στυγνά — κρυερός |
|||