|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κεραύνωση? — — γρίφος — παρατρέχω — πυρορραγής — αφριστός — τουπέ — εξαντλητικός — βελόνα — δύσκολο- — περιτομή — διπλασιασμένος — ορνιθαρειό — εξίσταμαι — πολλαπλός — μηνύω — χειροπέδη — ανάφτερος — ελατόδασος — υπέρμετρος — διάττων — χύσιμο — μήκυνση |
|||