|
мохноногий (о животных, птиц) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мохноногий? — σκαλτσάτος как с (ново)греческого переводится слово σκαλτσάτος? — мохноногий — ξετρέλλαμα — αναγεννητικός — ψυχασθενικός — βοτανολογικός — συχνότης — ελγίνεια — γαμπρούλης — ψαλίδωμα — σκαιότητα — πνίγω — υφαλμυρότητα — τετρακόσιοι — καρπούζι — Επτανήσιος — απευκταίος — παντελόνι — αντιπαραβάλλω — χαζαμάρα — ξεφυσώ — Βατοπέδι — αποκαλυπτικός |
|||