|
(-όντος) первый попавшийся, случайный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово первый попавшийся? — προστυχών как на (ново)греческом будет слово случайный? — προστυχών как с (ново)греческого переводится слово προστυχών? — первый попавшийся, случайный — χειρόσπασμος — εκνιτρώ — τραπεζώνω — εντεροσκόπιο — προαποστέλλω — αναβλητέος — αιθερομανία — οδοποιητικός — μοιρολατρικά — ευμετάβολος — λιμένιο — ανίζηση — δροσούλα — ξεσηκωμός — μαρτιάτικα — ψητοπώλης — ποδοκρότημα — τήραγμα — κατακουράζω — εγχυματικός — χωρατεύω |
|||