|
стричь; === άς πάει νά ~εται — пусть делает(__,__) что хочет, меня это не интересует #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стричь? — κουρεύω как с (ново)греческого переводится слово κουρεύω? — стричь — αδιακρισία — ενενηκοντούτις — επέκαυσα — γκαλειουρίζω — ασκηταριό — αραβούργημα — επιλάμπω — ξεμαυλίστρα — δόμινο — ανειλικρινώς — καταχωρίζω — λαοσωτήριος — βιταμινούχος — παπουτσής — προβάρω — γαγγραινούμαι — συγκίνηση — ηλεκτροοπτική — ακήδεστος — μυωπία — κλειδοφύλακας |
|||