|
денежный; ~ή ποινή — денежный штраф (налагаемый судом) ; ~ό ποσό — денежная сумма; ~ό έμβασμα — денежный перевод #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово денежный? — χρηματικός как с (ново)греческого переводится слово χρηματικός? — денежный — ολοστόλιστος — νογάω — νείδι — στράτσόχαρτο — αμοιασιά — στόρηση — τσανάκι — τοπικιστής — μουρμούρισμα — γλωσσομιξία — γυμνάσιο — σής — πρωτοστάτης — πρωτόγαμος — μουγγαμάρα — καβουράκι — επανορθώνω — ξεύρω — μάλθα — αναπτερώνω — γενναριάτικος |
|||