|
το вектор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вектор? — διάνυσμα как с (ново)греческого переводится слово διάνυσμα? — вектор — ελασματοποιώ — καλλωπιστικός — στατήρας — ασφαλτόστρωτος — αιμοβαφής — ακήδευτος — σφρίγος — κατακάθομαι — διαφέντεμα — πονέντες — δεκαετής — σταυρός — ανεκδιήγητος — λαδικό — αυτοδίδακτος — φυγαδεύω — καλλιέργεια — τενεκετζής — καταλογισμός — επιψεκασμός — πονεπιστήμιο |
|||