|
жужжать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жужжать? — ζουζουνίζω как с (ново)греческого переводится слово ζουζουνίζω? — жужжать — λαχανόκηπος — αγκωναράκι — αυτόματο — κουτσομεσιάζομαι — τέντυ-μποΰστικος — οργοτόμος — αναζευγνύω — κήπος — πιλαλάω — κοπιαστικός — τουλουμπάρω — προηγούμενος — σάλπιγξ — παπαγαλισμός — λησμονοβότανο — ομογάστριος — εμποδίζω — ετού — οινέμπορος — αλπακάς — παράχρηση |
|||