|
подозревать (недоброе); догадываться (о чём-л. плохом) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подозревать? — ψυχανεμίζομαι как на (ново)греческом будет слово догадываться? — ψυχανεμίζομαι как с (ново)греческого переводится слово ψυχανεμίζομαι? — подозревать, догадываться — αβολίδωτος — διασταυρώνοντας — δυσχερής — ευθιξία — ωτογραφία — δραπέτευση — μετακομίζομαι — γκαζομετρητής — αραποφάσουλα — φιγουρατζίδικος — μαυρισμένος — ξεστρώνω — συμπεθέρα — ψαροπάζαρο — αγριελαία — χωροφύλαξ — επιγενόμενοι — σφουγγαράς — σάλιο — κόψη — μοσχοκάρφι |
|||