|
централизм; δημοκρατικός ~ — демократический централизм; υπέρμετρος ~ — чрезмерный централизм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово централизм? — συγκεντρωτισμός как с (ново)греческого переводится слово συγκεντρωτισμός? — централизм — υποδούλωση — δοντωτός — ψωριώ — γαλακτοφαγία — ρουμπινές — δυναμισμός — ξιδερός — δευτεραγωνίστρια — επάνω — πλανιάρω — σκολιός — εθνεγέρτης — ελαφρόπαρτος — εμβρυογραφία — αϋφαντάκος — γυαλοκόπημα — ικαvοποίηση — κοπρίζω — οκτάχρονος — βαμβακερός — κρότος |
|||