συγκεντρωτισμός

формы словаβ
συγκεντρωτισμός
централизм;
          δημοκρατικός ~ — демократический централизм;
          υπέρμετρος ~ — чрезмерный централизм



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово централизм? — συγκεντρωτισμός
как с (ново)греческого переводится слово συγκεντρωτισμός? — централизм


υποδούλωσηδοντωτόςψωριώγαλακτοφαγίαρουμπινέςδυναμισμόςξιδερόςδευτεραγωνίστριαεπάνωπλανιάρωσκολιόςεθνεγέρτηςελαφρόπαρτοςεμβρυογραφίααϋφαντάκοςγυαλοκόπημαικαvοποίησηκοπρίζωοκτάχρονοςβαμβακερόςκρότος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit