|
импровизаторский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово импровизаторский? — αυτοσχεδιαστικός как с (ново)греческого переводится слово αυτοσχεδιαστικός? — импровизаторский — Φερενίκη — λευκάκανθα — γλαύκα — αρχιεροσύνη — κοντραμπάσο — παρακαλάω — αφοπλιστικός — τίμιος — επιών — κυκεώνας — κένωμα — φόβος — διαλυτήριο — καλοκοιτώ — διάσκελο — ασημογόμαρο — βωκος — αιματοφόρος — προπονώ — αντί — κομπογιαννίτης |
|||